υποθηκοφυλακείο, η οποία μπορεί να γίνει οποτεδήποτε.
Όμως φορολογικά τίθεται εξάμηνη προθεσμία για την αποδοχή της κληρονομιάς με την υποβολή βέβαια δήλωσης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., η οποία ξεκινάει α) όταν υπάρχει διαθήκη, από τότε που αυτή δημοσιεύθηκε στα βιβλία του αρμόδιου Πρωτοδικείου και β) όταν δεν υπάρχει διαθήκη, από τότε που επήλθε ο θάνατος του κληρονομούμενου και αποκτήθηκε η ιδιότητα του προσωρινού κληρονόμου. Εάν παρέλθει η εν λόγω εξάμηνη προθεσμία άπρακτη, δεν υπάρχει κίνδυνος απώλειας του δικαιώματος στα πράγματα της κληρονομιάς, όμως για κάθε μήνα που δεν γίνεται η αποδοχή επιβάλλεται ένα μικρό πρόστιμο πρόστιμο από τη Δ.Ο.Υ., το οποίο καταβάλλεται όταν και αν προβείτε στη υποβολή δήλωσης στη Δ.Ο.Υ. για σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς.
Αποποίηση κληρονομιάς είναι η δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι δεν δέχεται την κληρονομιά, ότι δηλαδή δεν επιθυμεί να γίνει οριστικός κληρονόμος.
Η δήλωση γίνεται στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου( στην περιφέρεια του οποίου δηλαδή είχε την κατοικία του ή τη διαμονή του ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του ) εντός τεσσάρων μηνών από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής (ότι δηλαδή κατέστη προσωρινός κληρονόμος) και του λόγου της κληρονομιάς.
Σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στην αλλοδαπή ή που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν έμενε στην αλλοδαπή, η προθεσμία αυτή ανέρχεται στο ένα έτος και όχι στους τέσσερις μήνες. Η προθεσμία αυτή για την αποποίηση, δίνει τη δυνατότητα στον προσωρινό κληρονόμο να εξετάσει εάν συμφέρει να αποδεχθεί την κληρονομιά, ερευνώντας για τις υποχρεώσεις τις και τις οφειλές που είχε ενδεχομένως ο κληρονομούμενος - θανών προς τρίτους. Η αποποίηση αναφέρεται μόνο στο σύνολο της κληρονομιάς και δεν μπορεί αν περιοριστεί σε μέρος αυτής.
Ο οριστικός κληρονόμος, ακόμη και αν κατέστη οριστικός με την παρέλευση άπρακτης της τετράμηνης προθεσμίας για την αποποίηση, ευθύνεται για τις οφειλές του κληρονομούμενου και με την προσωπική του περιουσία απεριόριστα, σαν να ήταν οι οφειλές και δικές του.
Ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα, εντός τεσσάρων μηνών από τότε που έλαβε γνώση ότι κατέστη κληρονόμος και την αιτία της κληρονομιάς, να προβεί σε αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής(αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής), περιορίζοντας την ευθύνη του για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μέχρι το ενεργητικό της, δηλαδή μέχρι τη συνολική αξία της κληρονομίας.
Στην περίπτωση αυτή οι δανειστές του κληρονομούμενου - θανόντος δεν έχουν το δικαίωμα να επιδιώξουν την ικανοποίηση της απαίτησης που είχαν κατά του κληρονομούμενου στρεφόμενοι κατά της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, ο οποίος αποδέχθηκε με το ευεργέτημα της απογραφής. Η κληρονομιά, αν και περιέρχεται στην κυριότητα του κληρονόμου, είναι εντούτοις χωρισμένη από την ατομική του περιουσία και προσφέρεται για την ικανοποίηση των δανειστών για τις απαιτήσεις τους κατά του κληρονομούμενου - θανόντος.
Τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίσετε στον συμβολαιογράφο προκειμένου να προβείτε σε αποδοχή κληρονομιάς ακινήτου είναι τα εξής:
Τίτλος κτήσεως (συμβόλαιο, απλή φωτοτυπία)
φωτοτυπίες ταυτοτήτων όλων των κληρονόμων εις διπλούν.
Φωτοτυπίες εκκαθαριστικών όλων των κληρονόμων εις διπλούν. Αν κάποιος δεν έχει ΑΦΜ, βεβαίωση απόδοσης ΑΦΜ από την οικεία ΔΟΥ. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν είχε εν ζωη ΑΦΜ.
Ληξιαρχική πράξη θανάτου εις διπλούν.
Πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών από το Δήμο του κληρονομουμένου εις διπλούν για εξ αδιαθέτου διαδοχή και για διαδοχή από διαθήκη εις απλούν για την εφορία.
Πιστοποιητικό μη δημοσίευσης διαθήκης εις διπλούν από το Πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας του κληρονομουμένου και από το Πρωτοδικείο Αθηνών (για εξ αδιαθέτου διαδοχή) ή Πιστοποιητικό δημοσίευσης διαθήκης εις διπλούν από το Πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας του κληρονομουμένου και από το Πρωτοδικείο Αθηνών (για διαδοχή από διαθήκη).
Επικυρωμένο αντίγραφο της διαθήκης εις διπλούν (εάν υπάρχει).
ΥΔ εις διπλούν ή πιστοποιητικό από την αρμόδια εφορία, σύμφωνα με το άρθρο 80 και 81 Ν. 2238/1994 από το οποίο να προκύπτει ότι το ακίνητο δεν απέφερε εισόδημα στον κληρονομούμενο κατά το χρόνο που ήταν κύριος ή επικαρπωτής ή νομέας και πάντως όχι πέρα των 5 ετών ή αν απέφερε εισόδημα ότι αυτό δηλώθηκε κατά την τελευταία διετία πριν την μεταβίβαση.
Σε περίπτωση που το ακίνητο βρίσκεται σε υπό κτηματογράφηση περιοχή βεβαίωση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος περί υποβολής δήλωσης ιδιοκτησίας ή σε περίπτωση που το ακίνητο βρίσκεται σε κτηματογραφημένη περιοχή κυρωμένο απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος από το αρμόδιο Γραφείο Κτηματογράφησης.
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΤΙΣΜΑ
Αντίγραφο της πολεοδομικής άδειας από την Πολεοδομία (υποχρεωτικά αν εκδόθηκε μετά το 1983).
Σε περίπτωση που το ακίνητο που κληρονομείται αποτελεί πρώτη κατοικία για τον κληρονόμο:
α) επικυρωμένο αντίγραφο από την εφορία των Ε1 και του Ε9 που έχει υποβάλλει από το 1997 και μετά. Αν δεν υποβάλλει δηλώσεις ΥΔ ότι δεν είναι υπόχρεος υποβολής δήλωσης εισοδήματος
β) πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης από το Δήμο της οικογενειακής του μερίδας.
ΔΕΝ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΔΗΛΩΣΗ ΦΟΡΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΦΟΣΟΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΜΕΝΟΥ ΕΠΗΛΘΕ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 31-12-1994.
Το ελληνικό Κληρονομικό Δίκαιο προβλέπει τους νόμιμους κληρονόμους, με δύο τρόπους: βάσει μίας διαθήκης ή εξ΄αδιαθέτου (άνευ διαθήκης).
Σε περίπτωση που ο θανών έχει αφήσει διαθήκη, τόσον το κληρονομιαίο περιουσιακό στοιχείο ( η μεταβίβαση του ακινήτου προς το όνομα των κληρονόμων του), όσον και ο επακριβής προσδιορισμός των τμημάτων του, προσδιορίζονται αποκλειστικά από τον ίδιο τον θανόντα και τελούν υπό το ελληνικό κληρονομικό Δίκαιο.
Μετά θάνατον του διαθέτη, η διαθήκη ανεξαρτήτως του κύρος της, θα πρέπει να υποβληθεί προς επικύρωσή της, ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων ή ενώπιον του αρμόδιου Προξενείου ή Πρεσβείας (προκειμένου το περιεχόμενο της ελληνικής διαθήκης του να καταστεί γνωστό σε όλους). Αντίγραφο (απλό, είτε και πιστοποιημένο) αλλά απούσης της πρωτοτύπου διαθήκης, αποκλείεται να επικυρωθεί.
Κάθε πρόσωπο που διακατέχει μία ελληνική διαθήκη, υποχρεούται όπως μεριμνήσει σχετικώς με αυτήν.
Το ελληνικό Κληρονομικό Δίκαιο, προβλέπει τρεις τύπους ελληνικών διαθηκών:
- Η ολογραφική (χειρόγραφη), ήδη γραφείσα εξ ολοκλήρου από το χέρι του διαθέτη διαθήκη, η οποία αναφέρει την ημερομηνία σύνταξής της, και υπογραφείσα από τον ίδιο τον διαθέτη-θανόντα, επιβεβαιούσα έτσι το περιεχόμενό της.
- Η δημόσια, συντελούμενη από τον ίδιο τον διαθέτη ο οποίος υπαγορεύει την βούλησή του, και εκτελεί-γράφοντας τις οδηγίες-όρους ο Συμβολαιογράφος, υπό την παρουσία τριών μαρτύρων, ή ενώπιον δύο Συμβολαιογράφων και υπό την παρουσία ενός μάρτυρα.
-Η μυστική διαθήκη, στην οποία ο διαθέτης εγχειρίζει-παραδίδει το έγγραφο μέσα σε ένα φάκελλο σε Συμβολαιογράφο, ο οποίος συντάσσει πράξη παραλαβής της διαθήκης, υπό την παρουσία τριών μαρτύρων, ή ενώπιον δύο Συμβολαιογράφων και υπό την παρουσία ενός μάρτυρα. Ο συμβολαιογράφος δεν ανοίγει το φάκελο που περιέχει τη διαθήκη. Ο φάκελος ανοίγεται μόνον από το δικαστή, σε δημόσια, κατά τη διάρκεια της ακρόασης συνεδρίαση του δικαστηρίου.
Σε περίπτωση που ο θανών δεν έχει αφήσει διαθήκη, ή σε περίπτωση που αυτή έχει εξουδετερωθεί πλήρως ή εν μέρει, ή στην περίπτωση που αυτή διευθετεί μόνο ένα μέρος της ελληνική κληρονομιάς του θανόντος, η διαδοχή ορίζεται πάγια από το νόμο ως
εξ’ αδιαθέτου (δηλαδή με βάση τους κανόνες περί της διαδοχής εξ απουσίας διαθήκης).
Οι σχετικές διατάξεις του ελληνικού Κληρονομικού Δικαίου, καθορίζουν τους συγγενείς του θανόντος οι οποίοι θα κληθούν ως κληρονόμοι του.
Η διαδοχή άνευ διαθήκης βασίζεται στη συγγένεια με τον θανόντα. Έτσι, ο νόμος έχει στρατολογήσει τους συγγενείς-νόμιμους κληρονόμους του θανόντος σε κατηγορίες (τάξεις). Συγγενείς των προηγούμενων τάξεων αποκλείουν τους συγγενείς των επόμενων τάξεων.
Το ελληνικό Κληρονομικό Δίκαιο δεν προβλέπει μια συγκεκριμένη προθεσμία για την αποδοχή της κληρονομιάς. Αντιθέτως, η νομοθεσία προβλέπει συγκεκριμένη προθεσμία για την παραίτηση του δικαιώματος της κληρονομιάς θανόντος περί των ακινήτων στην Ελλάδα. Αυτή η προθεσμία λήγει εντός τεσσάρων (4) μηνών από τον θάνατο του θανόντος ή, εντός ενός έτους μετά τον θάνατό του, ή μετά την επικύρωση της διαθήκης του από το αρμόδιο δικαστήριο ή Προξενείο (διότι, ο θανών ή ο κληρονόμος είχαν την τελευταία κατοικία ή διαμονή τους στο εξωτερικό).
Μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών περί της αποποίησης της κληρονομίας, ο κληρονόμος θεωρείται ότι απεδέχθη την κληρονομία και πλέον έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του θανόντος απόρροια αυτής.
Ωστόσο, ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να δεχθεί την ελληνική περιουσία, με το λεγόμενο ευεργέτημα της απογραφής (χρεών και παθητικών, αφαιρουμένων εκ του ενεργητικού της κληρονομίας), πάλι εντός του ως άνω τετραμήνου.
Η οριστικοποίηση της αποδοχής της κληρονομιάς, συντελείται με την πράξη αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον Συμβολαιογράφου, μεταγραφησομένης στο Υποθηκοφυλακείο της περιοχής του ακινήτου, ή στο Κτηματολογικό κατά τόπον αρμόδιο Γραφείο.
Ο κληρονόμος, (εκ διαθήκης ή άνευ διαθήκης), πρέπει να υποβάλει δήλωση φόρου κληρονομίας εντός 6 μηνών εάν στην Ελλάδα έχει την κατοικία του, ή εντός 12 μηνών, εάν ζει στο εξωτερικό. Η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης φόρου, κατ 'αρχήν ξεκινά από το θάνατο του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία της επικύρωσης της διαθήκης. Η υποχρέωση περί του φόρου κληρονομίας, υπόκειται στην εκτίμηση της φορολογητέας αξίας του ακινήτου, επί την βάση της εξέτασης των επιπέδων συγγένειας με τον θανόντα.
Έτσι,εάν ο κληρονομούμενος δεν είχε συντάξει διαθήκη:Στην πρώτη τάξη κληρονομούν οι κατιόντες του κληρονομούμενου, δηλαδή τα τέκνα του και τα εγγόνια του, και η σύζυγος του κληρονομούμενου, αν βέβαια υπάρχει. Αυτοί οι συγγενείς, αν υπάρχουν, κληρονομούν ολόκληρη την περιουσία του αποβιώσαντος, αποκλείοντας κάθε άλλο συγγενή από τις επόμενες τάξεις. Έτσι για παράδειγμα, αν ο Α πέθανε αδιάθετος και είχε σύζυγο Β και τέκνα Γ και Δ, τότε θα κληρονομήσει η σύζυγος το 1/4 της περιουσίας και το υπόλοιπο θα το κληρονομήσουν τα τέκνα Γ και Δ, τα οποία θα κληρονομήσουν το καθένα από 3/8 της περιουσίας. Αν στο ίδιο παράδειγμα το τέκνο Δ είχε προαποβιώσει από τον Α αλλά είχε δικά του τέκνα Ε και Ζ, τότε οι Ε και Ζ θα κληρονομούσαν το μερίδιο, που θα ανήκε στο γονιό τους, δηλαδή τα 3/8 της περιουσίας, ήτοι από 3/16 ο καθένας. Η σύζυγος, κληρονομεί το 1/4 της περιουσίας και αυτό γίνεται μόνο, όταν κληρονομεί στην πρώτη τάξη, δηλαδή αν υπάρχουν κατιόντες του κληρονομούμενου. Σε διαφορετική περίπτωση το ποσοστό της συζύγου είναι αυξημένο, όπως θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Αν τώρα ο κληρονομούμενος δεν έχει κατιόντες, τότε καλείται η δεύτερη τάξη, δηλαδή οι γονείς και τα αδέλφια του κληρονομούμενου, οι οποίοι κληρονομούν κατ’ ισομοιρία και μαζί με αυτούς κληρονομεί και η σύζυγος, η οποία σε αυτήν την περίπτωση δεν παίρνει το 1/4 της κληρονομιάς αλλά το 1/2. Έτσι για παράδειγμα αν ο Α πέθανε αδιάθετος και είχε σύζυγο Β, γονείς Γ και Δ και αδελφό Ε, τότε θα κληρονομήσει η σύζυγος το 1/2 της περιουσίας και το υπόλοιπο θα το κληρονομήσουν οι Γ, Δ και Ε, οι οποίοι θα κληρονομήσουν ο καθένας από 1/6 της περιουσίας. Αν βέβαια στο ίδιο παράδειγμα δεν υπήρχε σύζυγος τότε οι Γ, Δ και Ε θα μοιράζονταν όλη την κληρονομιά και ως εκ τούτου θα ελάμβανε ο καθένας από 1/3 της περιουσίας.
Στην περίπτωση τώρα που δεν υπάρχουν συγγενείς ούτε από την δεύτερη τάξη, τότε καλείται στην κληρονομική διαδοχή η τρίτη τάξη, δηλαδή κληρονομούν οι παππούδες και οι γιαγιάδες του κληρονομούμενου και μαζί με αυτούς και η σύζυγος στο 1/2 της περιουσίας. Έτσι για παράδειγμα αν ο Α πέθανε αδιάθετος και είχε σύζυγο Β, παππού Γ και γιαγιά Δ, τότε τα κληρονομικά μερίδια θα διαμορφωθούν ως ακολούθως. Η σύζυγος Β θα κληρονομήσει το 1/2 της περιουσίας, και οι Β και Γ θα κληρονομήσουν το υπόλοιπο, δηλαδή θα μετέχουν με ποσοστό 1/4 ο καθένας.
Στην τέταρτη τάξη, η οποία σπάνια συμβαίνει να καλείται στην κληρονομική διαδοχή, κληρονομούν εν ανυπαρξία άλλων συγγενών οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες του κληρονομούμενου και ενδεχομένως η σύζυγος, αν υπάρχει, σε ποσοστό 1/ 2 της κληρονομιάς. Έτσι αν ο Α πέθανε αδιάθετος και είχε σύζυγο Β και προπάππου Γ τότε θα κληρονομήσει η σύζυγος το 1/2 της περιουσίας και ο προπάππους το υπόλοιπο 1/ 2. Αν πάλι ο αποβιώσας είχε και μία προγιαγιά Δ τότε οι Γ και Δ θα μοιράζονταν το 1/2 της περιουσίας και θα ελάμβανε ο καθένας από 1/4.
Αν τώρα ο κληρονομούμενος δεν είχε κανέναν συγγενή αλλά είχε μόνο σύζυγο, τότε καλείται στην κληρονομική διαδοχή η πέμπτη τάξη, δηλαδή μόνο η σύζυγος, η οποία θα πάρει όλη την κληρονομιά. Η σύζυγος, όπως έχει ήδη γίνει αντιληπτό, μετέχει στην κληρονομική διαδοχή σε κάθε περίπτωση και το μόνο που διαφοροποιείται είναι το ποσοστό συμμετοχής της στην κληρονομιά. Αν κληρονομεί μαζί με κατιόντες, δηλαδή παιδιά ή εγγόνια, λαμβάνει 1/4 της περιουσίας, αν κληρονομεί μαζί με άλλους συγγενείς, λαμβάνει το 1/2 της περιουσίας και αν δεν υπάρχει κανένας από τους προαναφερόμενους συγγενείς, τότε λαμβάνει όλη την κληρονομιά.
φορολογικών απαλλαγών.
Τέλος, εάν ο κληρονομούμενος δεν είχε κανέναν συγγενή ούτε ήταν παντρεμένος; Και αυτή η περίπτωση ρυθμίζεται από τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, οι οποίες ορίζουν ρητώς, ότι σε αυτές τις περιπτώσεις καλείται να κληρονομήσει η έκτη τάξη, στην οποία ανήκει το Δημόσιο. Αυτή η διάταξη κατοχυρώνει την ασφάλεια των συναλλαγών, διότι σε κάθε περίπτωση η κληρονομιά δεν μπορεί να παραμείνει «ορφανή», αλλά περιέρχεται στο Δημόσιο, το οποίο μάλιστα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά, όπως μπορεί ασφαλώς να κάνει το οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο καλείται να κληρονομήσει.
Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης - Δικηγόρος Αθηνών
http://fonaklas.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου